The Family [ Home ]















Send This Page to a Friend

 

 

Reader's Corner: Main Page

Το μυστικό του Ράφτη

Λίγοι άνθρωποι φαίνονταν να δίνουν σημασία στο μοναχικό, χαροκαμένο γέρο. Ο Κλάους και η γυναίκα του είχαν μετακομίσει βόρεια, στη Φιλανδία, για να αποφύγουν τον πόλεμο και τις ταραχές στην πατρίδα τους. Με τον καιρό στην καινούργια του πατρίδα έγινε ένας πετυχημένος ράφτης. Τότε ήρθε η φοβερή επιδημία γρίπης και πήρε τη ζωή της γυναίκας του και των δύο παιδιών του -- αφήνοντάς τον απελπισμένο, χωρίς λόγο να συνεχίσει να ζει. Δεν ήταν πια ο ευτυχισμένος, πρόσχαρος Κλάους, και περνούσε τις μέρες του τριγυρνώντας άσκοπα στους παγωμένους δρόμους του Ελσίνκι, μέχρι να καταρρεύσει τη νύχτα σε μια γωνιά του κρύου, άδειου μαγαζιού του. Δεν έκανε δουλειά ράφτη άλλο πια. Δε θα μπορούσε ακόμα κι αν ήθελε επειδή είχε πουλήσει ή είχε ανταλλάξει κάθε τι αξιόλογο για τροφή και καύσιμα. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα, το κεφάλι του κρεμόταν σκυφτό, και τα πόδια του σέρνονταν. Τα μαλλιά του και τα γένια του, άσπρα τώρα, είχαν μεγαλώσει άγρια και μπερδεμένα. Εκείνοι που τον ήξεραν από παλιά δεν μπορούσαν πλέον να τον αναγνωρίσουν!

Γεμάτοι ενδιαφέρον αλλά και θλίψη παρακολουθούσαν την κατάσταση του Κλάους απ' τον ουρανό, η γυναίκα του Γερτρούδη και τα παιδιά του. Η Γερτρούδη συχνά εκλιπαρούσε για τα λογικά του άντρα της μπροστά στο θρόνο του Θεού, και ο Θεός πάντα την παρηγορούσε.

"Ακριβώς στην κατάλληλη στιγμή," έλεγε, "μια αχτίδα φωτός και ελπίδας κι ένα καινούργιο νόημα θα λάμψει μέσα από τα σκοτεινά σύννεφα που κρέμονται πάνω από τη ζωή του Κλάους."

Έπειτα ο Θεός την άφηνε να πάει κοντά στον άντρα της. Από τον αόρατο κόσμο του πνεύματος ψιθύριζε ενθαρρυντικά λόγια αγάπης στην καρδιά του λυπημένου συζύγου της.

Καθώς περνούσε ο καιρός και η κατάσταση του Κλάους δεν καλυτέρευε, η Γερτρούδη ήταν βέβαιη ότι ο αγαπημένος της είχε φτάσει στο τέρμα, και ξανά, γεμάτη λύπη ήρθε ενώπιον του Θεού.

Αυτή τη φορά ο Θεός της ανακοίνωσε, "Η ώρα έχει έρθει επιτέλους! Ο άντρας σου πρόκειται να στρέψει τα μάτια του από τη δικιά του θλίψη, και να δει τις ανάγκες των άλλων. Όταν γίνει αυτό, Εγώ θα κάνω το θαύμα."

Ήταν χειμώνας, και όπως συνήθως το Ελσίνκι ήταν πολύ κρύο με λίγες μόνο ώρες ήλιου κάθε μέρα. Οι έμποροι καταγίνονταν με τις δουλειές τους στα μικρομάγαζά τους, με τη φωτιά να καίει δυνατά. Οι γυναίκες άφηναν τη ζεστασιά της κουζίνας μόνο για βιαστικές βόλτες στα μαγαζιά -­τίποτα περισσότερο. Για τα παιδιά όμως δεν ήταν το ίδιο. Απ' όπου και αν έμεναν δεν τους πείραζε να περπατήσουν μερικά τετράγωνα παραπάνω για να φτάσουν στη φημισμένη "Λεωφόρο των Παιδιών", όπου είχαν τα καταστήματά τους οι πιο αναγνωρισμένοι κατασκευαστές παιχνιδιών.

Μάλιστα μερικοί έλεγαν ότι ταλαντούχοι άγιοι και άγγελοι έδιναν στους παιχνιδοποιούς τις ιδέες τους. Κατά μήκος της "Λεωφόρου των Παιδιών", η μια βιτρίνα μετά την άλλη ήταν γεμάτες με παιχνίδια που ξεμυάλιζαν τους μικρούς αγοραστές!

Ο Κλάους αγαπούσε τα παιδιά, όμως όποτε σταματούσε για να τα κοιτάξει να παίζουν και να ξεχνιούνται με τα παιχνίδια στις βιτρίνες, του θύμιζαν τα δικά του παιδιά και η καρδιά του ράγιζε ξανά από τον πόνο χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του.

Μια μέρα ο Κλάους πρόσεξε ένα μικρό αγόρι, με ρούχα σχεδόν τόσο κουρελιασμένα όσο και τα δικά του, να χαζεύει τα παιχνίδια στη βιτρίνα ενός μαγαζιού. Στην απελπισμένη και απογοητευμένη έκφραση του μικρού, ο Κλάους διάβασε τις σκέψεις του σχεδόν χωρίς προσπάθεια: Ποτέ δεν θα έχω τέτοια παιχνίδια σαν κι' αυτά!

Ο Κλάους άρχισε να κλαίει, όμως για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, δεν έκλαιγε για τον εαυτό του. Τα δάκρυά του ήταν για το μικρό αγοράκι και τα εκατοντάδες άλλα φτωχά παιδιά σαν κι αυτό.

Η εικόνα του μικρού αγοριού έμενε σφηνωμένη στο μυαλό του καθώς συνέχισε το δρόμο του. Περπατώντας άσκοπα, βρέθηκε σε μια μικρή ρεματιά στην άκρη της πόλης, που πολλοί χρησιμοποιούσαν για να πετάξουν παλιά αντικείμενα και σκουπίδια. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ο Κλάους άρχισε να αισθάνεται ευτυχισμένος και γεμάτος ελπίδες ξανά. Πόσος καιρός είχε περάσει από τότε που είχε αισθανθεί έτσι;

Από μία σωρό σκουπιδιών που δεν είχε ακόμα σκεπαστεί από το χιόνι ο Κλάους έσκυψε και μάζεψε τα κομμάτια μιας πεταμένης κούκλας. Βαλ' τα στη θέση τους, Κλάους, ψιθύρισε η Γερτρούδη στην καρδιά του.

Χωρίς να ξέρει γιατί, ο Κλάους συναρμολόγησε τα κομμάτια της κούκλας. Ήταν η φαντασία του Κλάους, ή η κούκλα άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε σα να ήταν ζωντανή; Σ' ευχαριστώ που μ' έφερες πίσω στη ζωή! φαινόταν να λέει.

Ο Κλάους την κοίταξε και χαμογέλασε. "Παρακαλώ!" είπε δυνατά. Δεν υπήρχε κανένας εκεί για να τον δει ή να τον ακούσει, όμως ο Κλάους ξαφνικά αισθάνθηκε πολύ ανόητος και πέταξε την κούκλα πίσω στη σωρό των σκουπιδιών.

Αμέσως μια μεγάλη λύπη γέμισε την καρδιά του.

Μάζεψε την κούκλα ξανά, και η ευτυχία πλημμύρισε την καρδιά του για μια ακόμη φορά! Τι παράξενο! σκέφτηκε ο Κλάους. Έπειτα τράβηξε ένα αρκουδάκι χωρίς χέρια από μία άλλη σωρό σκουπιδιών.

Τι ωραία που θα ήταν αν αυτά τα σπασμένα παιχνίδια μπορούσαν να επιδιορθωθούν και να δοθούν στα παιδιά των φτωχών οικογενειών. Τι ευτυχισμένα που θα γίνονταν όλα! σκέφτηκε ο Κλάους. Όμως τι θα μπορούσα να κάνω εγώ γι' αυτό; Είμαι μόνο ένας φτωχός γέρος σπασμένος κι εγώ ο ίδιος, και δεν έχω καν εργαλεία -- ούτε βελόνες ή κλωστή ή ύφασμα για να τα επιδιορθώσω!

Μια φωνή από τον ουρανό φαινόταν να του μιλάει, Με το Θεό, τίποτα δεν είναι αδύνατο! Εκεί που ο Θεός οδηγεί, προμηθεύει. Κοίτα τριγύρω σου! Χωρίς ακόμη να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, ο Κλάους άρχισε να ψάχνει μέσα στα σκουπίδια που ήταν σκορπισμένα τριγύρω. Ξαφνικά διέκρινε ένα στραπατσαρισμένο ξύλινο κουτί. Φαινόταν άχρηστο, όμως όταν ο Κλάους άνοιξε το καπάκι, του ήρθε μια μεγάλη έκπληξη!

Ήταν γεμάτο με εργαλεία -- με όλα όσα χρειαζόταν για τη δουλειά! Τα εργαλεία ήταν παλιά και λίγο σκουριασμένα, βέβαια, όμως μπορούσε να τα τρίψει και να τα ακονίσει και θα γίνονταν πάλι σαν καινούργια. Σε ένα χώρο του κουτιού ήταν ένα σετ ραψίματος με βελόνες κάθε μεγέθους, και νήματα σε πολλά διαφορετικά χρώματα.

Αυτό είναι θαύμα! Σκέφτηκε ο Κλάους καθώς μια καινούργια ιδέα σχηματίστηκε στο μυαλό του. Τι θα γινόταν αν ... ; Τι θα γινόταν αν μάζευα όλα τα σπασμένα παιχνίδια που μπορώ να βρω και τα διόρθωνα και τα έδινα στα φτωχά παιδιά για τα Χριστούγεννα;

Στον Ουρανό, η Γερτρούδη και όλοι εκείνοι που τη βοηθούσαν χοροπηδούσαν απ' τη χαρά τους! Η υπόσχεση του Θεού έβγαινε αληθινήl Ο Κλάους δεν έχασε ούτε λεπτό. Για τις επόμενες λίγες μέρες μάζευε σπασμένα παιχνίδια, και σημείωνε προσεχτικά ή ρωτούσε διακριτικά για το πού ζούσε το κάθε φτωχό παιδί στην πόλη. Αυτές τις πληροφορίες τις έγραψε σ' ένα μικρό τετράδιο. Ο Κλάους έπειτα πέρασε πολλές μέρες φτιάχνοντας, επιδιορθώνοντας, κολλώντας και γεμίζοντας παιχνίδια. Τόσο απορροφημένος ήταν με αυτή την καινούρια του ασχολία που συχνά ξεχνούσε να φάει.

Σε λίγες μέρες θα είναι Χριστούγεννα, σκέφτονταν συνέχεια, και τα παιδιά από τις φτωχές οικογένειες πρέπει να έχουν τα δικά τους παιχνίδια. Πόσο θέλω όλα τους να είναι ευτυχισμένα!

Δούλευε όλο και πιο σκληρά, αργά κάθε βράδυ, μέχρι που τα δάχτυλά του πονούσαν, τα μάτια του θόλωναν, και αποκοιμιόταν στην καρέκλα του. Με το πρώτο φως της αυγής, ο Κλάους ξυπνούσε και συνέχιζε το έργο της αγάπης.

Αισθανόταν υπέροχα μέσα του. Την παραμονή των Χριστουγέννων τελικά το έργο του είχε ολοκληρωθεί! Κάθε παιδί στο σημειωματάριό του θα έπαιρνε ένα δώρο. Εφτά μεγάλες σακούλες γεμάτες με όμορφα παιχνίδια κάθονταν στο πάτωμα του εργαστηρίου του -- όλα φερμένα πίσω στη ζωή από τα φθαρμένα, γέρικα χέρια του ράφτη.

Όμως πώς θα τα δώσω στα παιδιά; ρώτησε τον εαυτό του ο Κλάους. Δε θα πρέπει να νομίζουν ότι τα δώρα είναι από μένα, γιατί στ' αλήθεια, είναι δώρα αγάπης απ' την ίδια την καρδιά του Θεού!

Μεταμφιέσου και δώστα τη νύχτα! ψιθύρισε η Γερτρούδη. Και αυτό ήταν που έκανε.

Η παραμονή των Χριστουγέννων ήταν κρύα και ο αέρας φυσούσε δυνατά. Ακριβώς πριν τα μεσάνυχτα, ο Κλάους φόρτωσε τις σακούλες με τα παιχνίδια σ' ένα μεγάλο έλκηθρο με το οποίο κάποτε πήγαινε τα δικά του παιδιά για βόλτα. ένα από τα λίγα απομεινάρια της περιουσίας του. Το φορτίο των παιχνιδιών ήταν βαρύ και αγκομαχούσε για να το τραβήξει πάνω στο χιόνι. Πήγαινε από τον ένα δρόμο στον άλλον, αφήνοντας ένα πακέτο, ή μερικά πακέτα στο πλατύσκαλο κάθε σπιτιού όπου ζούσε μια φτωχιά οικογένεια. Μέσα σε κάθε πακέτο ήταν κι ένα παιχνίδι για κάποιο παιδί του σπιτιού, και σε κάθε παιχνίδι υπήρχε ένα μικρό σημείωμα που έλεγε,

"Σε σένα που αγαπά, από το Θεό ψηλά."

Ειρήνη είχε γεμίσει επιτέλους την καρδιά του Κλάους.

Το πρωί των Χριστουγέννων οι φτωχοί της πόλης ξύπνησαν με μια θαυμάσια έκπληξη. Μερικοί ευχαριστούσαν το Θεό γι' αυτό που φαινόταν ότι ήταν ένα θαύμα, μερικοί δεν ήξεραν τι να σκεφτούν, αλλά ήταν χαρούμενοι που βλέπαν τα παιδιά τους ευτυχισμένα. Μερικοί έλεγαν ότι είχαν δει έναν γέρο σκεπασμένο με χιόνι να μοιράζει τα πακέτα. Άλλοι έλεγαν ότι είχαν δει ένα μυστηριώδες έλκηθρο φορτωμένο με πολλές μεγάλες σακούλες. Η ιστορία μεγάλωνε μέχρι που τελικά λέγανε ότι το έλκηθρο το τραβούσε ένας τάρανδος, και ότι είχε έρθει από τον Ουρανό!

Ε λοιπόν, η περισσότερη από την ιστορία ήταν αληθινή! Υπήρχε ένας γέρος σκεπασμένος με χιόνι, και υπήρχε ένα έλκηθρο γεμάτο με σακούλες. Και ναι, κατά μια έννοια, πραγματικά είχαν έρθει από τον Ουρανό, επειδή ο Θεός βρίσκονταν σίγουρα πίσω από όλα αυτά!

Ο Κλάους πέρασε την επόμενη χρονιά μαζεύοντας και φτιάχνοντας σπασμένα παιχνίδια. Και πόσο ευτυχισμένο τον έκανε αυτό!

Και όταν ήρθαν ξανά τα Χριστούγεννα, ο Κλάους έκανε για μια ακόμη φορά τους μυστικούς γύρους του για να μοιράσει παιχνίδια σ' όλα τα φτωχά παιδιά. Έπειτα, εξαντλημένος από τη δουλειά μίας ολόκληρης νύχτας, ο Κλάους πέρασε ήσυχα στον άλλο κόσμο μέσα στο χάραμα των Χριστουγέννων. Οι περισσότεροι άνθρωποι στην πόλη ούτε που πρόσεξαν ότι είχε φύγει, όμως τι γιορτή που έκαναν εκεί που πήγε! Ο Κλάους ξανάσμιξε με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και όλος ο Ουρανός χαίρονταν.

"Αυτό που έκανες ήταν υπέροχο," είπε ο Θεός στον Κλάους, "όμως δε χρειάζεται να σταματήσει εδώ. Όλα τα παιδιά χρειάζονται να νοιώσουν την αγάπη Μου. Θα Με βοηθήσεις να τους τη δώσω;"

Η προσευχή της Γερτρούδης για τον άντρα της είχε εισακουστεί και θα συνέχιζε να εκπληρώνεται. Ο Κλάους ήταν πιο ευτυχισμένος απ' ότι νόμιζε ποτέ ότι ήταν δυνατόν. Άρχισε να κάνει ό,τι μπορούσε για να βοηθάει τα παιδιά σ' όλο τον κόσμο, ψιθυρίζοντας στις καρδιές τους και ενθαρρύνοντάς τα, όπως είχε κάνει η Γερτρούδη γι' αυτόν. Τι χαρά που αισθανόταν καθώς τα παιδιά άνοιγαν την καρδιά τους στην αγάπη του Θεού και η ζωή τους yγινόταν πιο ευτυχισμένη.

Κάνε αυτά τα Χριστούγεννα "Αξέχαστα" με το να γνωρίσεις πραγματικά Αυτόν που άρχισε τα Χριστούγεννα. Γνώρισε Αυτόν που δίνει την αγάπη και τη χαρά σ' εκατομμύρια κάθε τέτοια εποχή. Είναι απλό! Απλώς άνοιξε την καρδιά σου στον Ιησού. Ζήτα Του να σε γεμίσει με την αγάπη Του, την ειρήνη και τη χαρά για πάντα. Αν Του το ζητήσεις, θα έρθει και θα είναι πάντα μαζί σου . Σ' αγαπά!

[ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ]

Όλες οι εμπορικές ονομασίες και τα εμπορικά σήματα ανήκουν στις αντίστοιχους εταιρείες τους.

Κάνετε εγγραφή για να σας στέλνουμε τις εκδόσεις μας με email


Στείλε αυτή τη σελίδα σ' έναν  φίλο σου

 

Το όνομά σου

 

Το email σου

 

Το όνομα του φίλου σου

 

Το email του φίλου σου

 

Το μήνυμά σου (προαιρετικά)