The Family [ Home ]















Send This Page to a Friend

 

 

Reader's Corner: Main Page

Η καρφίτσα της γραβάτας

          Ήταν η μέρα μετά τα Χριστούγεννα, το 1932, και ένας λυσσασμένος άνεμος σχημάτιζε άσπρες φλέβες χιονιού κατά μήκος του πεζοδρομίου μπροστά από το σπίτι μας. Έβλεπα έξω από το παράθυρο του καθιστικού μας όπου έπαιζα με τα Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια και η χαρά της στιγμής έσβησε τόσο γρήγορα όσο ένα κερί.

            Ο θείος Αιμίλιος ερχόταν.

          Ένα μαύρο πρόβατο της οικογένειας, εργαζότανε που και που για το Βορειοδυτικό Σιδηροδρομικό Σταθμό του Σικάγου. Ήταν στη δουλειά μόνο επειδή είχε χάσει ένα χέρι σαν νέος ενώ έσκυβε ανάμεσα σε κάποια βαγόνια εμπορευμάτων, και ο σιδηρόδρομος αισθανόταν ότι του χρωστούσε τόσο τουλάχιστον.

            Ωστόσο, η απώλεια αυτή δε φαινόταν να ενοχλεί το θείο Αιμίλιο. Συχνά, όταν τα βαριά μάγουλά του κοκκίνιζαν έπαιρνε μια στάση σαν ένας αγριεμένος ελέφαντας στη μέση του καθιστικού και περηφανευόταν για τους πόσους άντρες είχε πετάξει στο πάτωμα με το ένα το καλό του το χέρι. Πότε πότε μερικές φορές εξαφανιζόταν στο μπάνιο και ξαναεμφανιζόταν πιο αγενής από ποτέ. Μου πήρε μερικά χρόνια για να καταλάβω ότι δεν ήταν τα νεφρά του αλλά ένα μπουκάλι της τσέπης που ενεργοποιούσε αυτές τις τακτικές του επισκέψεις.

            Είχε παντρευτεί μια φορά, η δύο, κανένας δεν ήξερε πραγματικά. Και τώρα ζούσε μόνος του σ’ ένα δωμάτιο στη δυτική πλευρά του Σικάγου.

            Ο θείος Αιμίλιος μιλούσε ακατάπαυστα για πράγματα χωρίς ενδιαφέρον για ένα παιδί δέκα χρονών, για τρόπους για να κερδίζεις στον ιππόδρομο, για σημαντικές θέσεις που είχε απορρίψει στο σιδηροδρομικό σταθμό, για νέες ευκολομίλητες γυναίκες που είχε βρει. Βαριεστημένος κι έτοιμος να με πάρει ο ύπνος, άκουγα με μισό αυτί μόνο.

            Μια αξέχαστη χρονιά όταν η φωνή του έφτασε σε μια μεγάλη ένταση, έγινε φοβερά ενθουσιασμένος για την καινούργια του μασέλα. Ξαφνικά την έβγαλε έξω και την πέταξε στον αέρα μέσα στο δωμάτιο προς εμένα για να την εξετάσω. Προσπαθώντας να κρύψω την αηδία μου, επιφυλακτικά του την έδωσα πίσω και έφαγα πολύ λίγο βραδινό μετά.

            Κι έτσι, κάθε Δεκέμβριο καθώς πλησίαζαν οι γιορτές, παραπονιόμουν στη μητέρα μου για την επερχόμενη επίσκεψη του θείου Αιμίλιου. «Μα γιατί μαμά, γιατί;»

            «Επειδή είναι Χριστούγεννα.»

            «Μα αυτός μας καταστρέφει τα Χριστούγεννα.»

            «Δεν έχει πού αλλού να πάει», είπε η μητέρα μου, με σταθερή φωνή, φέρνοντας ένα τέλος στη συζήτηση.

            Και τώρα ο θείος Αιμίλιος ερχόταν. Δύο μέρες πριν , η μητέρα μου μου είχε δώσει ένα δολάριο για να του πάρω ένα δώρο.

            Καθώς έμπαινα στα πέντε και δέκα, ένα σπόρος κακού μπήκε μέσα στην ψυχή μου. Κοιτάζοντας το ξεφτισμένο δολάριο, δεν μπορούσα να δω το λόγο που θα έπρεπε να αγοράσω ένα δώρο για εκείνον τον άνθρωπο όταν υπήρχαν τόσα πράγματα που χρειαζόμουν. Ήταν ένα μοντέλο συναρμολογούμενου αεροπλάνου Gee Bee Sportster (Τζι Μπι Σπόρτστερ) που πάντα ήθελα να φτιάξω. Κόστιζε εβδομήντα πέντε σεντς, όμως δεν μπορούσα να βρω τίποτα άλλο καλό για το θείο Αιμίλιο με το υπόλοιπο τέταρτο του δολαρίου.

            Το να βρεις κάτι για εικοσιπέντε σεντς δεν ήταν τόσο απλό όσο νόμιζα. Όμως οι πωλήτριες είχαν αρχίσει να σκεπάζουν τα  ρούχα πάνω στους πάγκους καθώς η ώρα του κλεισίματος πλησίαζε, και κατέληξα σε μια φτηνή καρφίτσα γραβάτας χρυσού χρώματος.

            Ησύχαζα τη συνείδησή μου με τη σκέψη ότι, εξάλλου, αυτός ποτέ δε μας έφερε ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο. Τουλάχιστον μία θεία μας έφερνε νομίσματα από σοκολάτα μέσα σε χρυσόχαρτο αν και είχαν τη γεύση της ναφθαλίνης  από την αποθήκευσή τους ενός χρόνου μέσα στο συρτάρι του κομοδίνου. Αυτή πάντα ψώνιζε τα γιορτιάτικα δώρα της στις εκπτώσεις μετά το τέλος των Χριστουγέννων.

            Ο θείος Αιμίλιος τοποθέτησε τον εαυτό του στη συνηθισμένη του καρέκλα, και ξανά εγώ κάθισα στη συνηθισμένη δημηγορία, που διακοπτόταν από διαλείμματα στην τουαλέτα.

            Δεν είχα δείξει στη μαμά μου το δώρο του. Το είχα τυλίξει από πριν και το παρουσίασα στο θείο Αιμίλιο στο καθιστικό ενώ αυτή έβαζε τις τελευταίες πινελιές στο επιδόρπιο.

            Μόλις αυτός το ξετύλιξε, η μητέρα μου μπήκε μέσα στο καθιστικό. Μια ματιά στην καρφίτσα της γραβάτας και γύρισε προς τα μένα με φλογισμένα μάτια. Έπειτα, γρήγορα καλύπτοντας το θυμό της, είπε: «Έλα Αιμίλιε, είναι ώρα για βραδινό.»

            Μαζεύοντας τον βαρύ όγκο του από την καρέκλα του με το μαξιλάρι, έριξε την καρφίτσα της γραβάτας μέσα στην τσέπη του παλτού του και κινήθηκε βαριά για το τραπέζι.

            Μετά το βραδινό, η μαμά τον βοήθησε να βάλει το παλτό του και μετά στάθηκε στο παράθυρο του καθιστικού βλέποντάς τον να περπατάει,  με σκυμμένο το κεφάλι μέσα στο χιόνι που στροβιλιζόταν, για πάρει ένα ταξί.

            Η τιμωρία έβρεξε άγρια επάνω μου εκείνη τη νύχτα. Η μητέρα μου με πληροφόρησε με σαφήνεια ότι ο θείος Αιμίλιος ποτέ δε φορούσε γραβάτες γιατί δεν μπορούσε να κάνει τον κόμπο. Και αν είχα κάποια σκέψη για τους άλλους, θα μπορούσα να το δω αυτό.

            Την επόμενη άνοιξη ο θείος Αιμίλιος πέθανε. Μετά την κηδεία η μητέρα μου κι εγώ πήγαμε για να καθαρίσουμε το δωμάτιό του, ένα μικρό σκοτεινό διαμέρισμα που μύριζε υγρό για γαργάρες και αφρό ξυρίσματος, με μια σπασμένη πράσινη τέντα στο παράθυρο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα πού ζούσε.

            Ενώ η μητέρα μου πακετάριζε ρούχα μέσα σ’ ένα κιβώτιο για το Στρατό της Σωτηρίας εγώ μελετούσα τους τοίχους του δωματίου του. Κίτρινες φωτογραφίες με χαραμάδες ήταν προσαρμοσμένες μέσα στην κορνίζα του καθρέφτη του, εδώ και κει ένα παλιό γράμμα, τυλιγμένο με μια κορδέλα. Κομμάτια θησαυρών εκείνων που είχε αγαπήσει. Και μετά κάτι έπιασε το μάτι μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Επάνω στον τοίχο, κρατημένη πάνω σε μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα από την οικογένειά μας ήταν η φτηνή καρφίτσα γραβάτας, μαυρισμένη από τους περασμένους τέσσερις μήνες.

            Πάνω στη κάρτα μαζί της ήταν μερικές λέξεις με το δύσκολο γράψιμό του. Στάθηκα πάνω στα δάχτυλα των ποδιών μου και με δυσκολία έβγαλα το νόημά τους:

            «Χριστούγεννα του 1932, από τον ανιψιό μου.»

            Ξαφνικά, η ζωή του θείου Αιμίλιου έπεσε επάνω μου--η χαμένη του μάχη με τον κόσμο, η πείνα του για συντροφιά, η δίψα του να έχει κάποιον για να του μιλάει.

            Η σκοτεινιασμένη λάμψη της καρφίτσας τρεμόπαιξε και θάμπωσε μπροστά μου. Σκουπίζοντας τα μάτια μου, πήγα προς τη μητέρα μου, πέφτοντας απαλά στο πλευρό της.

            «Μαμά,» είπα μ’ ένα κόμπο να φουσκώνει μέσα στο λαιμό μου, «είμαι πολύ χαρούμενος που τον είχαμε για Χριστούγεννα.»

            Αυτή κοίταξε την καρφίτσα, και έπειτα κοίταξε εμένα. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε τον ώμο μου για μια στιγμή. Νομίζω ότι ήξερε ότι σ’ εκείνο το δωμάτιο του θείου Αιμίλιου είχα αρχίσει να μεγαλώνω.

[ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ]

Όλες οι εμπορικές ονομασίες και τα εμπορικά σήματα ανήκουν στις αντίστοιχους εταιρείες τους.

Κάνετε εγγραφή για να σας στέλνουμε τις εκδόσεις μας με email


Στείλε αυτή τη σελίδα σ' έναν  φίλο σου

 

Το όνομά σου

 

Το email σου

 

Το όνομα του φίλου σου

 

Το email του φίλου σου

 

Το μήνυμά σου (προαιρετικά)