Όταν ήμουν πάστορας μιας εκκλησίας στο Γουαγκόνερ
της Οκλαχόμας, υπήρχε ένα κορίτσι που λεγόταν Έτα, και η οποία ήθελε
πάρα πολύ να πάει στο πανεπιστήμιο να προετοιμαστεί για Χριστιανική
υπηρεσία. Για δύο συνεχείς χρονιές προσευχόταν για τα χρήματα, για
να πληρώσει τα δίδακτρά της, και στην δεύτερη χρονιά μπήκε σε μεγάλα
χρέη. Η κατάσταση φαινόταν αδύνατη.
Ήρθε σε μένα αποθαρρυμένη και με δάκρυα στα
μάτια. Την ρώτησα αν γνώριζε ότι ήταν θέλημα Θεού γι’ αυτήν να πάει,
και μου απάντησε ότι ήταν απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό.
«Τότε στη θέση σου εγώ δε θα περίμενα άλλο,»
είπα. «Ζητάς χρήματα από τον Κύριο εδώ και δυο χρόνια, όμως ποτέ σου
δεν έδειξες έμπρακτα ότι πραγματικά προσμένεις από Αυτόν να
σου τα στείλει. Αν πραγματικά πίστευες ότι θα απαντούσε στην
προσευχή σου και ότι θα σου έδινε το ποσό που χρειάζεσαι, τι θα
έκανες;»
«Θα ετοίμαζα τα ρούχα μου, θα έγραφα στο σχολείο
ότι ερχόμουν και θα έκανα όλες τις απαιτούμενες προετοιμασίες,»
απάντησε η Έτα.
«Αυτό ακριβώς θα έκανα κι εγώ στη θέση σου. Τότε
στηρίξου πάνω στην υπόσχεσή Του και κάνε τις απαραίτητες
προετοιμασίες, όπως θα έκανες αν είχες τα χρήματα στα χέρια σου. Η
πραγματική πίστη θα προχωρούσε σαν να τα διέθετε ήδη. Αν κάποιος σου
υποσχόταν τα χρήματα, θα τον πίστευες, όμως ο Ίδιος ο Θεός ήδη έχει
υποσχεθεί στο Λόγο του να σου δώσει την επιθυμία της καρδιάς σου,1
και εσύ δεν Τον πιστεύεις.»
«Μα Κα Μπεργκ,» απάντησε αυτή η γλυκιά κοπέλα,
«στ’ αλήθεια Τον πιστεύω! Θα το αποδείξω! Πηγαίνω σπίτι μου
να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Το σχολείο αρχίζει πολύ σύντομα και
πρέπει να βιαστώ.»
Η Έτα ποτέ δεν αμφιταλαντεύτηκε από εκείνη τη
στιγμή και μετά. Έκανε αμέσως όλες τις προετοιμασίες της, σαν να
είχε ήδη τα χρήματα. Ήταν σίγουρη ότι η Τράπεζα του Ουρανού θα
άνοιγε τα παράθυρά της ακριβώς στη σωστή στιγμή.2
Την ημέρα που έπρεπε να αναχωρήσει, μου
τηλεφώνησε για να μου πει ότι τα ρούχα της και τα πράγματά της ήταν
ήδη έτοιμα, όμως δεν είχε βαλίτσα για να τα βάλει. Από το τηλέφωνο
διεκδικήσαμε την υπόσχεση στο Εδάφιο, «Ο Θεός μου θα προμηθεύσει
όλες τις ανάγκες σου από τα πλούτη του μέσα σε δόξα.»3
Μετά συνέχισα τη δουλειά μου, και ξέχασα το συμβάν.
Περίπου μια ώρα αργότερα μου τηλεφώνησε μια φίλη.
Καθάριζε το σπίτι της, είπε, και είχε μερικά πράγματα που δεν τα
χρειαζόταν άλλο πια και ήθελε να τα ξεφορτωθεί, μαζί και μια μεγάλη
βαλίτσα. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσα να τη χρησιμοποιήσω.
«Εκτελείς μια παραγγελία από τον Ουρανό,» της
είπα χαμογελώντας, «μόνο που έχεις λάθος διεύθυνση. Ο Κύριος θέλει η
βαλίτσα αυτή να σταλεί στο σπίτι της Έτας.»
Την επόμενη βραδιά μερικοί από μας πήγαμε στον
σταθμό του τραίνου για να ξεπροβοδίσουμε την Έτα που έφευγε για το
πανεπιστήμιο. «Κυρία Μπεργκ,» μου ψιθύρισε, «τα χρήματα δεν έχουν
φθάσει ακόμα, όμως δε φοβάμαι καθόλου. Γνωρίζω απόλυτα ότι ο Κύριος
άκουσε την προσευχή μου, και γνωρίζω ότι έχω αυτό που Του
ζήτησα.»4
Θα πρέπει να έχει γίνει κάποιο λάθος κάπου,
σκέφτηκα. Κάποιοι φίλοι μου είχαν πει ότι έκαναν κάποιο έρανο μεταξύ
τους για να βοηθήσουν την Έτα, όμως …
Εκείνη τη στιγμή ακριβώς άκουσα το σφύριγμα του
τραίνου που πλησίαζε και από μακριά φαινόταν ο προβολέας του. Η Έτα
με κοιτούσε περιμένοντας κάποια απάντηση. Δεν ήξερα τι να πω;
Ξαφνικά ένα από τα άτομα που είχαν κάνει τον
έρανο ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μας. «Ήμουνα στο γραφείο όταν
θυμήθηκα τα χρήματα που μου είχαν δώσει οι άλλοι να τα δώσω στην Έτα,»
είπε. «Και να και μερικά ακόμα, δώρο από μένα και τη σύζυγό μου.»
«Πάρε και αυτά,» είπε ένας άλλος φίλος που μόλις
πρόφτασε να έρθει.
«Άμεση επιβίβαση!» φώναξε ο ελεγκτής. «Άμεση
επιβίβαση!»
«Άμεση επιβίβαση πάνω στις υποσχέσεις του Θεού!”
Είπα στην Έτα. «Αξίζει να πιστεύεις, έτσι δεν είναι;»
«Είναι υπέροχο,» απάντησε αυτή, «είναι τόσο υπέροχο το τι μπορεί
να κάνει η πίστη.»