Σκέψεις για έναν
ποδοσφαιρικό αγώνα
Παρακολουθούσα μερικά παιδιά
που έπαιζαν ποδόσφαιρο. Τα παιδιά ήταν ηλικίας μόνο πέντε έως
έξη χρονών, όμως παρ’ όλα αυτά έπαιζαν έναν αληθινό αγώνα, ένα
σοβαρό αγώνα. Δυο ομάδες, πλήρεις, με προπονητές, στολές και
γονείς. Δεν ήξερα κανέναν τους, κι έτσι μπορούσα να απολαύσω
το παιχνίδι χωρίς να διασπάται η προσοχή μου από την ανησυχία
για το ποιος θα έχανε ή ποιος θα κέρδιζε. Το μόνο που ευχόμουν
ήταν να μπορούσαν να κάνουν το ίδιο και οι γονείς και οι
προπονητές. Οι ομάδες ήταν εξ ίσου δυνατές. Για απλούστευση θα
τις ονομάζω Ομάδα Ένα και Ομάδα Δύο.
Κανείς δεν σκόραρε στο πρώτο
ημίχρονο. Τα παιδιά ήταν πολύ αστεία. Ήταν άγαρμπα και επίμονα
όπως μόνο τα παιδιά μπορούν να είναι. Μπέρδευαν τα πόδια τους,
σκόνταφταν πάνω στην μπάλα, πήγαιναν να κλωτσήσουν την μπάλα και
αστοχούσαν, όμως δεν φαινόταν να τους ένοιαζε.-Περνούσαν μια
χαρά!
Στο δεύτερο ημίχρονο, ο
προπονητής της Ομάδας Ένα έβγαλε αυτούς που θα πρέπει να ήταν
οι παίκτες της πρώτης εντεκάδας και έβαλε μέσα τους
αναπληρωματικούς, με εξαίρεση τον καλύτερο παίκτη του, που τον
έβαλε στη θέση του τερματοφύλακα. Το παιχνίδι πήρε μια
δραματική τροπή. Υποθέτω ότι το να νικάς είναι σημαντικό ακόμα
κι όταν είσαι πέντε χρονών, επειδή ο προπονητής της Ομάδας Δύο
είχε αφήσει τους καλύτερους παίκτες του μέσα, και οι
αναπληρωματικοί της Ομάδας Ένα απλώς δεν μπορούσαν να τα βγάλουν
πέρα μαζί τους.
Η Ομάδα Δύο όρμησε στον
μικροσκοπικό τερματοφύλακα. Για πέντε χρονών ήταν πολύ καλός,
όμως δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τρεις και τέσσερις
παίκτες που ήταν το ίδιο καλοί. Η Ομάδα Δύο άρχισε να σκοράρει.
Ο μοναχικός τερματοφύλακας έδινε τον
καλύτερό του εαυτό, πέφτοντας ριψοκίνδυνα μπροστά στις
επερχόμενες μπαλιές, προσπαθώντας να τις σταματήσει με
γενναιότητα. Η Ομάδα Δύο έβαλε δύο γρήγορα διαδοχικά γκολ. Αυτό
εξόργισε το αγοράκι. Γεμάτο μανία και λύσσα έτρεχε, φώναζε και
έκανε βουτιές. Με όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει, μπόρεσε
τελικά να καλύψει ένα από τα αγόρια καθώς πλησίαζε στο τέρμα.
Όμως εκείνο το αγόρι πάσαρε την μπάλα σ' ένα άλλο αγόρι εφτά
μέτρα μακριά, και μέχρι ο μικρός τερματοφύλακας να ξαναγυρίσει
στη θέση του, ήταν πια πολύ αργά. Είχαν σκοράρει ένα τρίτο
τέρμα.
Σύντομα έμαθα ποιοι ήταν και οι
γονείς του τερματοφύλακα. Ήταν ευγενικοί, καλοσυνάτοι
άνθρωποι. Μπορούσα να δω ότι ο μπαμπάς του μόλις είχε έρθει από
το γραφείο, με τη γραβάτα του και όλα τα υπόλοιπα. Φώναζαν για
να ενθαρρύνουν το γιο τους. Εγώ ήμουν εντελώς απορροφημένος,
παρακολουθώντας το αγόρι στο γήπεδο και τους γονείς του στις
κερκίδες. Μετά από το τρίτο τέρμα το μικρό αγόρι άλλαξε.
Μπορούσε να δει ότι όλα ήταν μάταια, δεν μπορούσε να τους
σταματήσει. Δεν τα παράτησε, όμως έδειχνε απελπισμένος. Η
απελπισία αυτή ήταν εμφανής σ’ όλο του το πρόσωπο.
Ο πατέρας του άλλαξε κι αυτός.
Ενώ στην αρχή παρακινούσε το γιο του να προσπαθεί περισσότερο,
φωνάζοντας του συμβουλές και ενθάρρυνση, μετά άλλαξε, άρχισε να
γίνεται ανήσυχος. Προσπάθησε να του πει ότι όλα ήταν εντάξει και
ας έκανε ό,τι μπορούσε. Στεναχωριόταν για τον πόνο που
αισθανόταν ο γιος του.
Μετά το τέταρτο τέρμα, ήξερα τι
επρόκειτο να συμβεί. Το είχα δει και κι άλλη φορά. Το αγοράκι
χρειαζόταν βοήθεια απεγνωσμένα, και βοήθεια δεν υπήρχε στον
ορίζοντα. Μάζεψε την μπάλα από τα δίχτυα και την έδωσε στο
διαιτητή, και μετά έβαλε τα κλάματα. Στεκόταν ακίνητο ενώ τα
δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα δυο του τα μάγουλα. Έπεσε στα
γόνατά του, και τότε είδα τον πατέρα του να τρέχει προς το
γήπεδο. Η γυναίκα του τον έπιασε απ’ το χέρι και του είπε, «Τζιμ,
μην το κάνεις. Θα τον κάνεις ρεζίλι.»
Όμως ο πατέρας του αγοριού
τράβηξε το χέρι του και έτρεξε μέσα στο γήπεδο. Κανονικά δεν θα
έπρεπε να το κάνει, γιατί ο αγώνας ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Με το
κουστούμι του, τη γραβάτα του και τα καλά του τα παπούτσια,
μπήκε μέσα στο γήπεδο έπιασε το γιο του και τον σήκωσε ώστε
όλοι να δούνε ότι ήταν το δικό του το παιδί. Τον αγκάλιασε, τον
φίλησε και έκλαψε μαζί του! Σ’ όλη μου τη ζωή ποτέ μου δεν
ένοιωσα τόση περηφάνια για κάποιο άτομο.
Τον έβγαλε έξω από το γήπεδο,
και όταν έφτασαν κοντά στις κερκίδες τον άκουσα να λέει, «Παιδί
μου, είμαι πάρα πολύ περήφανος για σένα. Εκεί μέσα ήσουν
υπέροχος. Θέλω όλοι να δούνε ότι είσαι ο γιος μου.»
«Μπαμπά,» είπε κλαψουριστά το
αγόρι, «Δεν μπορούσα να τους σταματήσω. Προσπαθούσα, μπαμπά,
προσπαθούσα συνέχεια και αυτοί έβαζαν γκολ.»
«Σκότυ, δεν έχει σημασία πόσες
φορές σου βάλανε γκολ. Είσαι γιος μου, και είμαι περήφανος για
σένα. Θέλω να ξαναγυρίσεις εκεί και να τελειώσεις τον αγώνα.
Ξέρω ότι θέλεις να τα παρατήσεις, όμως δεν μπορείς. Και να
ξέρεις ότι πρόκειται να φας κι άλλα γκολ, όμως δεν πειράζει.
Πήγαινε, τώρα.»
Αυτό άλλαξε την όλη κατάσταση.
—Πραγματικά την άλλαξε. Όταν είσαι εντελώς μόνος, δέχεσαι
γκολ, και δεν μπορείς να τα εμποδίσεις, το να ξέρεις ότι αυτό
δεν έχει σημασία για εκείνους που σε αγαπούν σημαίνει πάρα πολλά
όταν είσαι μέσα στο γήπεδο. Το αγοράκι ξαναμπήκε στο γήπεδο. Η
Ομάδα Δύο έβαλε άλλα δύο γκολ, τώρα όμως ήταν όλα εντάξει.
Εγώ τρώω γκολ κάθε μέρα.
Προσπαθώ πολύ σκληρά. Ριψοκίνδυνα ρίχνω το σώμα μου προς κάθε
κατεύθυνση. Εξοργίζομαι και παραφέρομαι. Προσπαθώ με ό,τι έχω
και δεν έχω. Τα δάκρυα μου κυλάνε, και πέφτω στα γόνατά μου,
αβοήθητος. Και ο Επουράνιος Πατέρας μου μπαίνει αμέσως στον
αγωνιστικό χώρο, και μπροστά σ’ όλο το πλήθος, σ’ όλο το
κόσμο που γελάει και χαχανίζει, με σηκώνει στα χέρια Του.
Με αγκαλιάζει και μου λέει,
«Είμαι πολύ περήφανος για σένα! Μέσα στο παιχνίδι ήσουν
υπέροχος. Θέλω όλοι να δούνε ότι είσαι το παιδί Μου. Και
επειδή εγώ ελέγχω το αποτέλεσμα του παιχνιδιού σε ανακηρύσσω
νικητή!»
Συγγραφέας ΄Άγνωστος.
* * *
Ποιος λοιπόν μπορεί να
εμποδίσει την αγάπη του Χριστού από εμάς; Όταν έχουμε προβλήματα
ή ατυχήματα, όταν μας κυνηγούν ή μας καταστρέφουν, είναι επειδή
δεν μας αγαπά άλλο πια; Και αν είμαστε πεινασμένοι ή αδέκαροι ή
σε κίνδυνο ή με την απειλή του θανάτου, μας έχει εγκαταλείψει ο
Θεός; Όχι, παρ’ όλ’ αυτά, η συντριπτική νίκη είναι δική μας μέσα
από το Χριστό που μας αγάπησε αρκετά για να πεθάνει για μας.
Επειδή είμαι πεπεισμένος ότι τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει
ποτέ από την αγάπη Του. Ο θάνατος δεν μπορεί, και η ζωή δεν
μπορεί. Οι άγγελοι δεν μπορούν, και όλες οι δυνάμεις της ίδιας
της κόλασης δεν μπορούν να κρατήσουν την αγάπη του Θεού μακριά.
Οι φόβοι μας για το σήμερα, οι ανησυχίες μας για το αύριο, ή για
εκεί που είμαστε—ψηλά πάνω από τον ουρανό, ή μέσα στο πιο βαθύ
ωκεανό—τίποτα δε θα μπορέσει ποτέ να μας χωρίσει από την αγάπη
του Θεού που εκδηλώθηκε από τον Κύριο μας Ιησού Χριστό όταν
πέθανε για μας.
--Η Βίβλος, Ρωμαίους 8:35, 37-39